παροδικοῦ

παροδικοῦ
παροδικός
of a
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ετεροφορία — η (οφθαλμ.) στιγμιαία και παροδική λειτουργική διαταραχή τής διόφθαλμης όρασης που έχει σχέση με μεταβολές τής ισορροπίας τών οφθαλμοκινητικών μυών, είδος παροδικού στραβισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < νεολατ. heterophoria < hetero (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”